- κρανίο
- Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το σφηνοειδές– από το ινιακό οστό, και το προσωπικό κ. Αυτό το τελευταίο αποτελείται από τα ρινικά οστά, τα άνω γναθικά, τα υπερώια, την ύνι, τις δύο κάτω ρινικές κόγχες και την κάτω γνάθο. Το κυρίως κ. περιέχει στο εσωτερικό του τον εγκέφαλο. Κατά τη γέννηση, η οστέωση του κ. δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί και μερικά σημεία είναι ακόμα υμενώδη (πηγές)· μόνο περίπου στον 15o-18o μήνα ζωής οι πηγές οστεούνται πλήρως. Μεταξύ των σημαντικότερων ανωμαλιών του σχήματος του κ. συγκαταλέγεται η πλατυκεφαλία (πεπλατυσμένο κ.), η ακροκεφαλία (πυργοειδές κ.) και η οξυκεφαλία (κωνοειδές κ.)· εκτός από αυτές, η ανάπτυξη του κ. μπορεί να είναι μικρότερη του φυσιολογικού (μικροκεφαλία) ή να είναι υπερβολική σε μήκος (μακροκεφαλία). Όλες αυτές οι ανωμαλίες της ανάπτυξης μπορεί να προκαλέσουν, ανάλογα με το μέγεθός τους, διάφορες παθήσεις στον εγκέφαλο. Σε μερικούς λαούς, κυρίως στην Κεντρική Αμερική, υπήρχε διαδεδομένο το έθιμο της πρόκλησης τεχνητών παραμορφώσεων του κ. στα παιδιά.
Οι εθνολογικές παραμορφώσεις των κ., χαρακτηριστικές μερικών λαών, μπορεί να είναι τυχαίες, όταν οφείλονται μόνο σε ορισμένες συνήθειές τους, ή σκόπιμες όταν επιτυγχάνονται εκούσια με την τοποθέτηση ειδικού εργαλείου στο κεφάλι των παιδιών, ικανού να προκαλέσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό συνήθως επιτυγχάνεται με ειδικά κορδόνια ή πλακίδια που στερεώνονται στην κούνια με ιμάντες και εμποδίζουν τη φυσιολογική ανάπτυξη του κ. Όταν χρησιμοποιούνται μόνο κορδόνια, η παραμόρφωση είναι κυκλική, ενώ το πλακίδιο τοποθετημένο στο μέτωπο προκαλεί το ανάστροφο κ. και τοποθετημένο στον αυχένα το ανυψωμένο κ. Οι σκόπιμες παραμορφώσεις ήταν διαδεδομένες σε όλες τις περιοχές της Γης, αλλά κυρίως μεταξύ των Αμερινδών, και ειδικότερα στους Αζτέκους, στους οποίους η παραμόρφωση του θάρρους διέκρινε την τάξη των πολεμιστών. Στην Ευρώπη, μέχρι πριν από μερικά χρόνια, ήταν διαδεδομένη σε μερικά χωριά της Γαλλίας η τουλουζιανή παραμόρφωση, που επιτυγχανόταν με μια ειδική σκούφια με κορδόνια (serre-tête), η οποία εμπόδιζε την αύξηση των βρεγματικών οστών σε πλάτος, με συνέπεια την επιμήκυνση του κ.
κρανιομετρία. Κλάδος της ανθρωπομετρίας που ασχολείται με τη μορφολογική μελέτη του κ. (αν αναφέρεται σε απολιθωμένα και υποαπολιθωμένα ευρήματα) και της κεφαλής, αναζητώντας και συγκρίνοντας τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρωπομετρικών μετρήσεων του σημαντικού αυτού τμήματος του ανθρώπινου σώματος. Με τη μελέτη των μορφών του κ. καθίσταται εφικτή όχι μόνο η διαπίστωση και η ταξινόμηση των διαφόρων ανθρώπινων τύπων που υπάρχουν σήμερα αλλά και η ανάπλαση καθώς και η παρακολούθηση της εξέλιξης διαδοχικών ανθρώπινων και ανθρωποειδών τύπων του παρελθόντος. Οι μετρήσεις της χωρητικότητας του κυρίως κ. επιτρέπουν, παραδείγματος χάριν, τη διατύπωση υποθέσεων αναφορικά με τις πνευματικές ικανότητες (και επομένως για τον βαθμό εξέλιξης) των προϊστορικών ανθρώπων. Η ανάπτυξη της μετωπικής χώρας, ιδιαίτερα του υπερκόγχιου τόξου, μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης του πρωτογονισμού είτε των απολιθωμένων ευρημάτων είτε των σημερινών ανθρώπινων τύπων. Σχετικά έχει διαπιστωθεί ότι η χωρητικότητα του ανθρώπινου κ. αυξανόταν σε αναλογία με τον όγκο και τη μάζα του σώματος, από τους προανθρωποειδείς (στους οποίους κυμαινόταν μεταξύ 600 και 940 κ. εκ.) έως τους αρχαϊκούς ανθρώπους (1.030-1.250 κ. εκ.) και τον σύγχρονο άνθρωπο (1.300-1.560 κ. εκ.). Η αύξηση αυτή συνοδεύτηκε από την κάθετη προοδευτική ανάπτυξη του μετώπου και τη μείωση της ανάπτυξης του υπερκόγχιου τόξου. Οι ποικιλίες που υπάρχουν σήμερα μεταξύ των διαφόρων ανθρώπινων τύπων σχετικά με την κρανιακή χωρητικότητα δεν συνεπάγονται διαφορετική ανάπτυξη της νοημοσύνης· για παράδειγμα, οι μέσοι όροι των μετρήσεων για τους Ιταλούς, τους Κινέζους, τους Μαορί και τους Εσκιμώους είναι αντίστοιχα 1.450, 1.460, 1.480, 1.560 κ. εκ.
Οι μετρήσεις που γίνονται στην κρανιομετρία είναι γραμμικές, γωνιακές, βάρους και όγκου· βάρος και όγκος προσφέρουν ακριβή δεδομένα, όταν πρόκειται για αποξηραμένα κ.· για τον σκοπό αυτό, το κ. και τα διάφορα τμήματά του ζυγίζονται με ζυγούς ακριβείας. Ο όγκος του υπολογίζεται με γέμισμα του κ. με νερό, αφού φραχτούν οι διάφορες τρύπες. Στους ζωντανούς ανθρώπους το βάρος και ο όγκος του κ. υπολογίζονται κατά προσέγγιση και βρίσκονται με έμμεσους τρόπους. Οι γωνιακές και οι γραμμικές μετρήσεις γίνονται μέσα σε ειδικά όργανα που ονομάζονται κρανιομετρικοί διαβήτες. Η συγκριτική μελέτη των κ. γίνεται με την τοποθέτηση του κ. σε σταθερή θέση, σε σχέση με ορισμένο επίπεδο συσχέτισης, μέσα σε ειδικά όργανα παρατήρησης, τους κρανιοφόρους. Οι επιμέρους μετρήσεις δίνουν σχέσεις σε εκατοστά (ανθρωπολογικοί δείκτες) μεταξύ ευθύγραμμων αποστάσεων που υπολογίζονται με αφετηρία καθορισμένα σημεία αναφοράς (κρανιομετρικά σημεία). Οι δείκτες που προκύπτουν είναι περισσότεροι από 36 και αναφέρονται στο οστεώδες κ., στην κεφαλή και στο πρόσωπο. Ανάμεσα στους σημαντικότερους συγκαταλέγονται οι κεφαλικοί δείκτες (οριζόντιος, κάθετου μήκους, εγκάρσιος), που δίνουν στοιχεία για το σχήμα και τις διαστάσεις του κ. και της κεφαλής, ο δείκτης του προσώπου, που χρησιμεύει για την ταξινόμηση των διαφόρων μορφών του προσώπου, οι δείκτες του ματιού (κόγχη και άνοιγμα βλεφάρων) και της μύτης, που επιτρέπουν χρήσιμες ταξινομήσεις για τη συγκριτική μελέτη των λεγόμενων φυλών. Από τους κεφαλικούς δείκτες, ο οριζόντιος (που υπολογίζεται από τη σχέση πλάτους και μήκους του κ.) επιτρέπει την ταξινόμηση των ανθρώπινων τύπων σε βραχυκέφαλους, μεσοκέφαλους και δολιχοκέφαλους, που έχουν αντίστοιχα δείκτες 87-83, 82-79 και κάτω από 79. Οι δείκτες κάθετου μήκους και οι εγκάρσιοι (ενωμένοι σε έναν μόνο τύπο, από τον ανθρωπολόγο Τζοακίνο Λέο Σέρα) επιτρέπουν την ταξινόμηση των ανθρώπινων τύπων σε υψικέφαλους, ορθοκέφαλους, πλατυκέφαλους, με μέσο δείκτη αντίστοιχα 90 (ψηλό κ.), 85 (κ. μέσου ύψους), 80 (χαμηλό κ.). Ο δείκτης προσώπου επιτρέπει την ταξινόμηση των ανθρώπινων τύπων σε λεπτοπρόσωπους (δείκτης πάνω από 90), μεσοπρόσωπους (δείκτης μεταξύ 90 και 82), χαμαιπρόσωπους (δείκτης κάτω από 82), με πρόσωπα αντίστοιχα επιμήκη, μέσης ανάπτυξης, πλατιά και χαμηλά. Ο κογχικός δείκτης ταξινομεί τους ανθρώπους σε υψικογχικούς τύπους (ψηλή κόγχη), μεσοκογχικούς (κόγχη με μέτρια ανάπτυξη), χαμαικογχικούς (χαμηλή κόγχη), οι δείκτες των οποίων είναι αντίστοιχα ανώτεροι από 90, μεταξύ 90 και 76 και κατώτεροι από 76. Ο ρινικός δείκτης προσφέρει τέσσερις ταξινομήσεις: τους υπερχαμαίρρινους (μύτη πολύ πλατιά και παχιά), τους χαμαίρρινους (μύτη πλατιά), τους μεσόρρινους (μύτη μέτρια και ελάχιστα λεπτή) και τους λεπτόρρινους (μύτη λεπτή και επιμήκη), με δείκτες αντίστοιχα πάνω από 58, μεταξύ 58 και 51, μεταξύ 50 και 47, και κάτω από 47. Ο δείκτης των βλεφάρων επιτρέπει την εξακρίβωση της παρουσίας του λεγόμενου μογγολικού οφθαλμού που σχετίζεται άμεσα με τη θέση των οστέινων πλαισίων της κόγχης: αν το κάτω πλαίσιο είναι πιο μέσα σε σχέση με το πάνω, το μάτι είναι βαθύ (όπως στους Ευρωπαίους), αν και τα δύο πλαίσια είναι στο ίδιο κάθετο επίπεδο, το μάτι φαίνεται πως προεξέχει (όπως στους μογγολοειδείς)· στη δεύτερη περίπτωση, το επάνω βλέφαρο σχηματίζει μια πτυχή (μογγολική πτυχή) που μπορεί να είναι μεσαία, εξωτερική ή εσωτερική, και δίνει στο μάτι του ζωντανού ανθρώπου τη χαρακτηριστική αμυγδαλωτή όψη. Ο δείκτης της κατατομής (γωνιακή μέτρηση) συνδέεται με την προεξοχή των ζυγωματικών οστών και με τη γωνία που σχηματίζουν πάνω σε ένα μεσαίο κάθετο επίπεδο μετώπου-μύτης-πηγουνιού. Διακρίνονται τέσσερις βασικοί τύποι: ο υπερορθόγναθος, με ζυγωματικά οστά που προεξέχουν πολύ και ρινική ρίζα βαθουλωτή, ο υπερπρόγναθος, με ζυγωματικά οστά που προεξέχουν και γωνία προσώπου που επίσης προεξέχει, ο πρόγναθος, με ζυγωματικά οστά πολύ πίσω και κοίλη γωνία προσώπου, και ο ορθόγναθος, με ζυγωματικά οστά όχι πολύ τραβηγμένα και γωνία προσώπου που δεν προεξέχει πολύ. Άλλες γωνιακές μετρήσεις είναι του πηγουνιού (προβάλλει στους σημερινούς ανθρώπινους τύπους, κλίνει προς τα πίσω στους αρχαϊκούς τύπους) και του σαγονιού (ρωμαλέο στους αρχαϊκούς τύπους, λεπτό και ελάχιστα προτεταμένο στους πιο εξελιγμένους). Πολλοί άλλοι δείκτες έχουν προταθεί και γίνονται δεκτοί από διάφορες ανθρωπολογικές σχολές, για να οδηγήσουν σε μια ταξινόμηση των ανθρώπινων τύπων του παρελθόντος και του παρόντος, όσο το δυνατόν λεπτομερή και πλήρη.
κρανιοτομή. Άνοιγμα μέρους του κ. για εγκεφαλική εγχείρηση ή για παροχέτευση υγρών.
Για ογκομετρικές μετρήσεις, το κρανίο γεμίζεται με άμμο, που διοχετεύεται από τον ινιακό πόρο.
* * *το (AM κρανίον)1. ο σκελετός τής κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο κύτος που περιέχει τον εγκέφαλο2. το κεφάλι3. νεκροκεφαλή4. φρ. «Κρανίου τόπος» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος», ΚΔ)μσν.πονοκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρἄνον (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, πρβλ. κιονό-κρανον, ωλέ-κρανον) + κατάλ. -ιον. Ο τ. *κράνον θα πρέπει να προήλθε είτε < *κρασ-νον, οπότε αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «κεφάλι», τής οποίας σώζεται η γεν. κρά-ατος (< *κράσ-ατος, βλ. λ. κραίνω [Ι]) είτε < κάρα*, γεν. κρατός, αναγόμενος στη συνεσταλμένη βαθμίδα *kr- τής ΙΕ ρίζας *ker-ә «κέρας, κεφαλή» ή στην παρεκτεταμένη της μορφή krs-n. Η γλώσσα τού Ησυχίου κράνακεφαλή είναι αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες (πρβλ. κρανιοθρυψία, κρανιοπλαστική)].ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. κρανιακόςνεοελλ.κρανιωτά, τα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρανιόλειοςμσν.κρανιοκέφαλοςνεοελλ.κρανιεκτομή, κρανιηλασία, κρανιόγραμμα, κρανιογράφημα, κρανιογραφία, κρανιογραφικός, κρανιογράφος, κρανιοειδής, κρανιοθηρία, κρανιοθλάστης, κρανιοθραύστης, κρανιοθρύπτης, κρανιοθρυψία, κρανιοκλασία, κρανιοκλάστης, κρανιολατρεία, κρανιολογία, κρανιολογικός, κρανιολόγος, κρανιομαλάκυνση, κρανιομαντεία, κρανιομαντικός, κρανιοπλαστία, κρανιοσκοπία, κρανιοσκοπικός, κρανιοσκόπος, κρανιοστάτης, κρανιοσωματικός, κρανιοτομία, κρανιοτόμος, κρανιοφαρυγγίωμα, κρανιοφόρο. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): δίκρανο(ν), επίκρανο(ν), κιονόκρανω(ν), ωλέκρανο(ν)αρχ.βούκρανον, ημίκρανον, κιόκρανον, λέκρανον, λεοντόκρανον, μεσόκρανον, ολέκρανον, οχετόκρανον, πάγκρανον, περίκρανον, ποτίκρανον, τοιχόκρανοννεοελλ.τρίκρανο, ωλενόκρανο].
Dictionary of Greek. 2013.